βύζαμα
Смотреть что такое "βύζαμα" в других словарях:
βύζασμα — το βλ. βύζαμα … Dictionary of Greek
βύζαγμα — βύζαγμα, το και βύζαμα, το και βύζασμα, το 1. οθηλασμός: Η μητέρα απολάμβανε το βύζαγμα του παιδιού της. 2. η απομύζηση, η εκμετάλλευση: Του κάνουν γερό βύζαγμα τα παιδιά του, παρόλο που ζουν μακριά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)